συνεκτικώς

συνεκτικώς
συνεκτικῶς ΝΜΑ, και συνεκτικά Ν
βλ. συνεκτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεκτικῶς — συνεκτικός fit for holding together adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκτικός — ή, ό / συνεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνέχω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί 2. φρ. «συνεκτικό αίτιο» (στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ՇԱՐՈՒՆԱԿԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0474 Chronological Sequence: 6c մ. συνεχῶς continuo συνεκτικῶς summatim. Անդադար, եւ Բովանդակապէս. *Երկու ոմանք գոլորշիք ʼի սմանէ վերաբերեալ լինին շարունակապէս. Արիստ. աշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”